- ευνουχιστής
- ο (Α εὐνουχιστής) [ευνουχίζω]αυτός που εκτελεί τον ευνουχισμό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ευνουχιστής — ο αυτός που κάνει τον ευνουχισμό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)